- εποψώμαι
- ἐποψῶμαι, -άομαι (Α)1. τρώω κάτι μαζί με το ψωμί («τοῡτον δεῑ τὸν ζωμόν... ἐποψᾱσθαι»)2. τρώω το φαγητό μου μέσα σε... («ἐποψῶμαι τρυβλίῳ εὐτελεῑ» — τρώω το φαγητό μου μέσα σε φτωχικό πιάτο).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οψώμαι «τρώγω ως προσφάι» (< όψον «προσφάι»).
Dictionary of Greek. 2013.